- σηκοβάτης
- ὁ, Α(ως τίτλος ιερατικού αξιώματος) αυτός που έχει το δικαίωμα να εισέρχεται στον σηκό, δηλαδή στον κυρίως ναό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κυρίως ναός» + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. στηλο-βάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek